ἤρτηται

ἤρτηται
ἀρτάω
fasten to
perf ind mp 3rd sg (attic ionic)
ἀρτέομαι
to be prepared
perf ind mp 3rd sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • JUDAEI — quae gens, dictum in voce Iudaea: sed et Christiani hoc nomine primis Annis venêrunt. Neque enim eorum quisquam erat per tempus aliquod, a Domini ascensu, qui non aut origine atque undiquaque Iudaeus, s. Hebraeus ex Hebraeis; aut e Gentibus, ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μίτος — ο (ΑΜ μίτος) 1. νήμα, κλωστή 2. (στην υφαντική) η κλωστή τού στημονιού νεοελλ. φρ. α) «ο μίτος τής Αριάδνης» μέσο για ανακάλυψη διεξόδου από δυσχερή και περίπλοκη κατάσταση β) «ο μίτος τών ιδεών» ο ειρμός τών σκέψεων, το ξετύλιγμα, το νήμα, η… …   Dictionary of Greek

  • ορμαθός — ο (ΑΜ ὁρμαθός) 1. σύνολο από ομοειδή αντικείμενα περασμένα σε νήμα, σύρμα ή σπάγγο, αρμαθιά (α. «ορμαθός κλειδιών» β. «ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται», Πλάτ.) 2. σωρός, πλήθος (α. «ορμαθός επιχειρημάτων» β. «ὁρμαθὸς… …   Dictionary of Greek

  • πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”